- προ-κέλευθος
προ-κέλευθος, vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κέλευθος, vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek