- κρεω-πώλιον
κρεω-πώλιον, τό, = κρεοπώλιον; D. Sic. 12, 24; Plut. qu. Rom. 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεω-πώλιον, τό, = κρεοπώλιον; D. Sic. 12, 24; Plut. qu. Rom. 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλινοπώλιον — κλινοπώλιον, τὸ (Α) κατάστημα πωλήσεως κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πώλιον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. αρτο πώλιον, κρεω πώλιον] … Dictionary of Greek