κριτής

κριτής

κριτής, , der Beurtheiler, der Entscheidende, der Richter; von δικαστής, der streng nach dem Gesetze richtet, unterschieden. – Bes. der Kampfrichter in den frenischen Spielen, der den Dichtern, Choregen u. s. w. den Preis zuerkennt; Ar. Ran. 738 u. öfter; Plat. Legg. II, 659 b, wie κριτὴς χορῶν καὶ πάσης μουσικῆς XII, 949 a; vgl. Schol. ad Aesch. 3, 233. – Allgemeiner, οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα· μή μ' αἱροῦ κριτήν Aesch. Suppl. 397; εἴκειν, ἃ τοῖς πολλοῖσιν ἤρεσκεν κριταῖς Soph. Ai. 1222; ἱκανὸς κριτὴς ἡδονῆς τε πέρι καὶ φρονήσεως Plat. Phil. 65 a, öfter, ἀπὸ τοῠ ἴσου Thuc. 3, 37, wie ἴσος κριτής Pol. 17, 6, 1. – Selten von andern Richtern, wie den Heliasten, Demads. frg. 3, Aesch. 3, 233, wo der Schol. bemerkt καταχρηστικῶς λέγει τὸν δικαστήν. κριτὴς γὰρ ὁ κρίνων τοὺς τραγῳδοὺς καὶ τοὐς ἄλλους ἐπὶ σκηνῆς; vgl. noch Isocr. 15, 27 u. Arist. probl. 29, 13. – Bei Aesch. Pers. 222, τῶν ἐνυπνίων, Ausleger der Träume. – S. κρίνω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριτής — judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτής — ο (AM κριτής) [κρίνω] 1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν… …   Dictionary of Greek

  • κριτής — ο 1. αυτός που κρίνει, δικαστής. 2. διαιτητής, κριτής αγώνα, πραγματογνώμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριτῆς — κριτός separated fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φίλων κριτὴς μὴ γίνου. — φίλων κριτὴς μὴ γίνου. См. Двое дерутся, третий не подходи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πετρώνιος ο Κριτής, Τίτος — (Titus Petronius Arbiter). Λατίνος συγγραφέας (1ος αι. μ.Χ.) που έζησε στην εποχή του Νέρωνα και υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 66 όταν αποκαλύφτηκε η συνωμοσία του Πίσωνα. Τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, τις αντλούμε από ένα… …   Dictionary of Greek

  • κριταῖν — κριτής judge masc gen/dat dual κριτός separated fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταῖς — κριτής judge masc dat pl κριτός separated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταῖσι — κριτής judge masc dat pl (epic ionic aeolic) κριτός separated fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταί — κριτής judge masc nom/voc pl κριτός separated fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτοῦ — κριτής judge masc gen sg κριτός separated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”