- κριτίς
κριτίς, ίδος, ἡ, fem. zu κριτής, Richterinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριτίς, ίδος, ἡ, fem. zu κριτής, Richterinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριτίς — κριτίς, ίδος, ἡ (Α) [κριτής] (θηλ. τού κριτής) αυτή που έχει την ικανότητα να διακρίνει κάτι («ἡ γὰρ φαντασία κριτὶς τῶν κατ ἀρετὴν πράξεων», Αλεξ. Αφρ.) … Dictionary of Greek
ԴԱՏՈՒՀԻ — (հւոյ.) NBH 1 0602 Chronological Sequence: Early classical գ. κριτίς Կին դատաւորի. եւ Կին դատաւոր նստեալ. *Կին դատաւորին անուանի դատուհի. Կանոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)