κραύγασος

κραύγασος

κραύγασος, , der Schreier, Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. 338. 436.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραύγασος — κραύγασος, ὁ (AM) αυτός που βγάζει συνεχώς κραυγές, φωνακλάς («ὀχλώδης καὶ κραύγασος καὶ λάλος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < κραυγή ή κραυγάζω με επίθημα σος] …   Dictionary of Greek

  • κραύγασος — bawler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγάσω — κραύγασος bawler masc nom/voc/acc dual κραύγασος bawler masc gen sg (doric aeolic) κραυγάζω bay aor subj act 1st sg κραυγάζω bay fut ind act 1st sg κραυγάζω bay aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγάσοις — κραύγασος bawler masc dat pl κραυγάζω bay fut opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγάσους — κραύγασος bawler masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραύγασοι — κραύγασος bawler masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραύγασον — κραύγασος bawler masc acc sg κραυγάζω bay aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BABACTES et BACTES — BABACTES, et BACTES Bacchi cognomen, ἀπὸ τοῦ βαβάζειν, i. e. vociferavi. Bacchae enim, in Liberi Patris Orgiis, inconditos ululatus edebant. Hesrch. Βαβάκτης, ὀρχηςτὴς, ὑμνῳδὸς μανιῴδης, κραύγασος, ὅθεν καὶ Βάκχος …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γόγγυσος — γόγγυσος, ο (Μ) ο γογγυστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γογγύζω + (επίθημα) σος που απαντά σε λέξεις καθημερινής ομιλίας (πρβλ. μέθυσος, κραύγασος)] …   Dictionary of Greek

  • κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • κραυγασίδης — κραυγασίδης, ὁ (Α) 1. φωνακλάς 2. ως κύριο όν. ὁ Κραυγασίδης κωμική ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < θ. κραυγασ (τού κραυγάζω) ή κραύγασος + επίθημα ίδης (πρβλ. ηγεμον ίδης, κηφην ίδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”