- προ-κέφαλος
προ-κέφαλος, mit vorstehendem Kopfe, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κέφαλος, mit vorstehendem Kopfe, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατακέφαλος — ο (Μ κατακέφαλος, ὁ) νεοελλ. κατακεφαλιά μσν. αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ κέφαλος, προ κέφαλος] … Dictionary of Greek
προκέφαλος — ο / προκέφαλος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων αρχ. 1. αυτός που έχει κεφάλι το οποίο προεξέχει 2. (για στίχο) ο εξάμετρος που έχει περιττή συλλαβή στην αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ κέφαλος] … Dictionary of Greek