- κραυγάνομαι
κραυγάνομαι, = Vorigem; παιδίον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον Her. 1, 111, v. l. κραυγανώμενον, Lob. vermuthet κραγγανόμενον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραυγάνομαι, = Vorigem; παιδίον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον Her. 1, 111, v. l. κραυγανώμενον, Lob. vermuthet κραγγανόμενον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραγγανόμενον — κραυγάνομαι pres part mp masc acc sg κραυγάνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγάνονται — κραυγάνομαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκραγγανομένων — ἐκ κραυγάνομαι pres part mp fem gen pl ἐκ κραυγάνομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)