- κραυγαστικός
κραυγαστικός, gern schreiend; Schol. IL. 1, 575 u. Sp. – Adv., Schol. Ar. Equ. 485.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραυγαστικός, gern schreiend; Schol. IL. 1, 575 u. Sp. – Adv., Schol. Ar. Equ. 485.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραυγαστικός — κραυγαστικός, ή, όν (Α) [κραυγάζω] 1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, τού φωνακλά … Dictionary of Greek
κραυγαστικός — vociferous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαστικόν — κραυγαστικός vociferous masc acc sg κραυγαστικός vociferous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαστικῶς — κραυγαστικός vociferous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)