κρατητής, ὁ, der Etwas festhält, τινός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατητής — κρατητής, oῡ, ὁ (Α) [κρατώ] αυτός που κρατά κάτι, που βαστάζει ή κατέχει κάτι … Dictionary of Greek
κρατητής — one who holds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)