κραταιγός

κραταιγός

κραταιγός od. κράταιγος, ὁ, eine unbestimmte Baumart, auch κραταιγών genannt; Theophr.; Ath. II, 50 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράταιγος — thorn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράταιγος — ο (Α κράταιγος και κραταιγών) γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ αιγος. Το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • πυράκανθο — (κράταιγος ή κοτονέαστρος ο πυράκανθος). Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στη βόρεια Ελλάδα έως τον Όλυμπο. Είναι πυκνοκλαδής, ύψους 2 3 μ., με αραιά αγκάθια. Έχει φύλλα λεία, δερματώδη, στίλβοντα άνω,… …   Dictionary of Greek

  • глог — кизил, Cornus sanguinea (первонач., вероятно, боярышник ) и глод Crataegus Oxyacantha (возм., диссимилировано из глог или сближено с глодать), глоговина вид рябины , укр. глiг, род. п. глогу боярышник , болг. глогът – то же, сербохорв. гло̏г, род …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κραταιγών — κραταιγών, όνος, ὁ (Α) βλ. κράταιγος …   Dictionary of Greek

  • μέσπιλο — το (Α μέσπιλον) ο καρπός τής μεσπιλιάς, αλλ. μέσκουλο, μούσμουλο αρχ. 1. το φυτό μεσπίλη 2. το φυτό κράταιγος ο αζαρόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. mespilum, a, από όπου το αρχ. άνω γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • μεσπίλη — μεσπίλη, ἡ (Α) 1. μεσπιλιά η γερμανική τού Θεοφράστου 2. μεσπίλη η ανθηδών που αναφέρει επίσης ο Θεόφραστος, αλλ. κράταιγος η οξυάκανθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέσπιλον με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μουμουτζελιά — και μουμουτσελιά, η κοινή ονομασία τού φυτού κράταιγος η οξυάκανθα …   Dictionary of Greek

  • μουρτζιά — η κοινή ονομασία τών αυτοφυών στην Ελλάδα ειδών τού γένους φυτών κράταιγος …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • ροδώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει 3.200 περίπου είδη και τής οποίας τα μεγαλύτερα είδη είναι ο βάτος, ο κράταιγος, η ποτεντέλλα και η ροδή, κν. τριανταφυλλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”