κραταιός

κραταιός

κραταιός, poet. = κρατερός, gewaltig, stark, kräftig; Hom. am häufigsten Μοῖρα, die übergewaltige, der Keiner wiedersteht, z. B. Il. 16, 334; δύω Κρόνου υἷε κραταιώ Iliad. 13, 345; von Menschen, Od. 15, 242. 18, 381, wie Pind. N. 4, 25; vom Löwen, ϑήρ, Il. 11, 119; ἔγχος, Pind. P. 6, 34; ἔπος, 2, 81; σϑένος, Aesch. Prom. 247; κραταιαῖς μετὰ χερσίν Soph. Phil. 1697; Eur. Herc. Fur. 964; auch a. D.; auch in sp. Prosa, wie Plut. Crass. 24, Luc. Anach. 28; sp. D. – Adv. κραταιῶς, Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραταιός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • κραταιός — ή, ό πολύ δυνατός (σωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κραταιότερον — κραταιός strong adverbial comp κραταιός strong masc acc comp sg κραταιός strong neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιοτάτων — κραταιός strong fem gen superl pl κραταιός strong masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιοτέρων — κραταιός strong fem gen comp pl κραταιός strong masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιόν — κραταιός strong masc acc sg κραταιός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότατα — κραταιός strong adverbial superl κραταιός strong neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότατον — κραταιός strong masc acc superl sg κραταιός strong neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιοτάτη — κραταιός strong fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιοτάτην — κραταιός strong fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”