- κρατερό-χειρ
κρατερό-χειρ, ειρος, mit gewaltiger, starker Hand, βασιλεύς, s. καρτερόχειρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατερό-χειρ, ειρος, mit gewaltiger, starker Hand, βασιλεύς, s. καρτερόχειρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαϊνόχειρ — λαϊνόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, κρατερό χειρ] … Dictionary of Greek