κρατυντήριος

κρατυντήριος

κρατυντήριος, zum Bewältigen, Festhalten geschickt; κλισμός Hippocr.; – τὰ κρ. eine Schrift des Demokrit zur Begründung seiner Lehre, 8. Emp. adv. math. 7, 136, D. L. 9, 47 u. Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατυντήριος — κρατυντήριος, ία, ον (Α) 1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικός («κρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια τίτλος έργου τού Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • κρατυντήριος — strengthening masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατυντηρίοις — κρατυντήριος strengthening masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατυντήρια — κρατυντήριος strengthening neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”