- γραπτήρ
γραπτήρ, ῆρος, ὁ, der Schreiber, Maneth. 1, 132; μόλιβος Paul. Sil. 52 (VI, 66).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραπτήρ, ῆρος, ὁ, der Schreiber, Maneth. 1, 132; μόλιβος Paul. Sil. 52 (VI, 66).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραπτήρ — γραπτήρ, ο (Α) [γράφω] ο συγγραφέας … Dictionary of Greek
γραπτῆρα — γραπτήρ writer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτῆρας — γραπτήρ writer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek