κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… … Dictionary of Greek
κρύβδην — secretly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORATOR — pro Legato, apud Iurisconsultos in l. Iul. ff. de vi publ. Accursius Doctores Artium intelligit, qui a Graecis Rhetores vocantur, Ioh. Calvin. Lexic. Iurid. Apud Salvian. Ep. 8. Orator est, qui Deum orat seu precatur. Sic Ioh. de Garlandia in… … Hofmann J. Lexicon universale
PRIVILEGIUM — ius est singulare, et in certae personae vel causae gratiam, favoremve: Isidoro Lex de uno homine lata. De his Lex XII. Tabb. memorata Ciceroni, de LL. l. 3. Privilegia ne irroganto, i. e. de privis seu singulis hominibus leges ne ferantur; varie … Hofmann J. Lexicon universale
κρυβή — (I) κρυβή, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ κρυβαί η απόκρυψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*]. (II) κρυβῇ (Α) επίρρ. βλ. κρύβδην … Dictionary of Greek
крыть — крою, скрыть, открыть, укр. крити, крию, блр. крыць, крыю, ст. слав. крыти, крыѭ κρύπτω, ἀποκρύπτω, болг. крия скрываю , сербохорв. кри̏ти, кри̏jе̑м, словен. kriti, krȋjem, чеш. kryti крыть, покрывать , слвц. krуt᾽, польск. kryc, в. луж. kryc, н … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
επικουρώ — (AM ἐπικουρῶ, έω) [επίκουρος] βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.) μσν. υπερασπίζω αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς»,… … Dictionary of Greek
κρυβάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀποκρύπτω». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ (άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό σύμφωνο β αναλογικά προς τον τ. κρύβδην*) + άζω] … Dictionary of Greek
κρυβήν — (Α) επίρρ. βλ. κρύβδην … Dictionary of Greek
κρυβήτης — κρυβήτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαμμένος στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ήτης (πρβλ. λιμν ήτης, σκαπαν ήτης)] … Dictionary of Greek