κρύψ-ορχις

κρύψ-ορχις

κρύψ-ορχις, , mit verborgenen Hoden, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόψορχις — κόψορχις, όρχιδος, ὁ (Μ) ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψ(ο) * + ὄρχις (πρβλ. κρύψ ορχις, μόν ορχις)] …   Dictionary of Greek

  • κρυψόρχης — και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης) άτομο τού οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α αόρ. τού κρύπτω) + όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α όρχης, τρι όρχης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”