κρύπτη

κρύπτη

κρύπτη, , eigtl. adj. verb. zu κρύπτω, ein bedeckter Gang, ein Gewölbe, Ath. IV, 205 a u. a. Sp., crypta bei den Römern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυπτῇ — κρυπτή crypt fem dat sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτή — crypt fem nom/voc sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτή — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… …   Dictionary of Greek

  • κρύπτη — η κρυψώνας, κρησφύγετο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρύπτῃ — κρύπτης member of the Spartan masc dat sg (attic epic ionic) κρύπτω hide pres subj mp 2nd sg κρύπτω hide pres ind mp 2nd sg κρύπτω hide pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπταῖς — κρυπτή crypt fem dat pl κρυπτός hidden fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπταῖσιν — κρυπτή crypt fem dat pl (epic ionic aeolic) κρυπτός hidden fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπταί — κρυπτή crypt fem nom/voc pl κρυπτός hidden fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτᾷ — κρυπτή crypt fem dat sg (doric aeolic) κρυπτός hidden fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτῆς — κρυπτή crypt fem gen sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”