- προ-κάμπυλος
προ-κάμπυλος, vorn od. nach vorn gekrümmt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κάμπυλος, vorn od. nach vorn gekrümmt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκάμπυλος — ον, Α 1. αυτός που είναι λυγισμένος προς τα εμπρός, καμπουριασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκάμπυλον βοτ. το φυτό αβρότονο ή αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καμπύλος «κυρτός, καμπουρωτός»] … Dictionary of Greek
πρηνής — ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α (κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν… … Dictionary of Greek