- κρότησις
κρότησις, ἡ, das Schlagen, Schmieden, Sp.; χειρῶν, das Zusammenschlagen der Hände, Beifallklatschen, Plat. Ax. 365 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρότησις, ἡ, das Schlagen, Schmieden, Sp.; χειρῶν, das Zusammenschlagen der Hände, Beifallklatschen, Plat. Ax. 365 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροτήσει — κρότησις clapping fem nom/voc/acc dual (attic epic) κροτήσεϊ , κρότησις clapping fem dat sg (epic) κρότησις clapping fem dat sg (attic ionic) κροτέω make to rattle aor subj act 3rd sg (epic) κροτέω make to rattle fut ind mid 2nd sg κροτέω make to … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτήσεις — κρότησις clapping fem nom/voc pl (attic epic) κρότησις clapping fem nom/acc pl (attic) κροτέω make to rattle aor subj act 2nd sg (epic) κροτέω make to rattle fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτήσεσι — κρότησις clapping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότησιν — κρότησις clapping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότηση — η (Α κρότησις) [κροτώ] χτύπημα, κρούση («σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρών», Πλάτ.) αρχ. σφυροκόπηση … Dictionary of Greek
κροτήσῃ — κροτήσηι , κρότησις clapping fem dat sg (epic) κροτέω make to rattle aor subj mid 2nd sg κροτέω make to rattle aor subj act 3rd sg κροτέω make to rattle fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)