κρόσσαι — κρόσσαι, αἱ (Α) 1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.) 2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι»,… … Dictionary of Greek
κρόσσαι — stepped copings of parapets fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροσσῶν — κρόσσαι stepped copings of parapets fem gen pl κροσσόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) κροσσόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κροσσόω pres part act masc nom sg κροσσόω pres inf act (doric) κροσσοί tassels masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόσσαις — κρόσσαι stepped copings of parapets fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кроква — шест, стропило , диал. кряква (орл., курск.), блр. кроква, креква, чеш. krokev стропило , слвц. krokva, польск. krokiew, род. п. kwi, krokwa стропило , krokwy мн. козлы для пилки дров . Родственно лит. krãkė ж. палка , лтш. krak̨is деревянная… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… … Dictionary of Greek
υπόκροσσος — ον, Α πρόκροσσος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κροσσαί «οι επάλξεις τών τειχών, βαθμίδες, σκαλοπάτια» (πρβλ. πρό κροσσος)] … Dictionary of Greek
κροσσάων — κροσσά̱ων , κρόσσαι stepped copings of parapets fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόσσας — κρόσσᾱς , κρόσσαι stepped copings of parapets fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
krē̆ k-4 : krok- — krē̆ k 4 : krok English meaning: to tower; beams Deutsche Übersetzung: “ragen, hervorragen”? and “vorspringender Balken or Pflock under likewise” Note: with u extended Material: Gk. κρόσσαι “Mauerzinnen, Absätze, stufenartig… … Proto-Indo-European etymological dictionary