κρωγμός

κρωγμός

κρωγμός, , das Krächzen der Krähe, Sp.; κολοιῶν Antp. Sid. 47 (VII, 713); Iulian.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρωγμός — croaking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωγμός — ο (AM κρωγμός) [κρώζω] η κραυγή πτηνού, συνήθως τού κόρακα ή τής κουρούνας (α. «μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου», Παπαδ. β. «τοῑς κρωγμοῑς τῶν τραχὺ βοώντων ὀρνίθων», Ιουλ.) …   Dictionary of Greek

  • κρωγμός — ο το κράξιμο του κόρακα, της κουρούνας κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρωγμοῖς — κρωγμός croaking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωγμόν — κρωγμός croaking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… …   Dictionary of Greek

  • κράξιμο — το (Μ κράξιμον) νεοελλ. 1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας 3. η απομίμηση τής φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς 4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα 5. γελοιοποίηση …   Dictionary of Greek

  • κρα — (I) (AM κρά) ο κρωγμός τού κόρακα («από κόρακα κρα θ ακούσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ηχομιμήσεως]. (II) κρᾱ (Α) συγκεκομμένος παιγνιώδης τύπος αντί κράνος …   Dictionary of Greek

  • κραξιά — η 1. κραυγή, ιδίως κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως ορνίθων ή άλλων κατοικίδιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ τού κράζω (πρβλ. αόρ. ἔ κραξ α) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, ρουφηξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • κραυγμός — κραυγμός, ὁ (Μ) κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραυγ (πρβλ. κραυγή, κραυγάζω) + κατάλ. μός (πρβλ. κρωγμός, στεναγ μός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”