κρωσσίον, τό, dim. von κρωσσός; ὀμβροδόκον Bian. 4 (IX, 272).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρωσσίον — κρωσσίον, τὸ (Α) [κρωσσός] σταμνάκι, σταμνί, λαγήνι … Dictionary of Greek
κρωσσίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)