γρυλλίζω

γρυλλίζω

γρυλλίζω, od. richtiger nach B. A. 33 u. Poll. 5, 87 γρῡλίζω, grunzen, Ar. Plut. 307; in dorischer Form γρυλιξεῖτε Ach. 711; Arist. H. A. 10, 11 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γρυλλίζω — και γρυλίζω (AM γρυλίζω και γρυλλίζω) 1. (για χοίρους) βγάζω γρυλλισμό 2. (για πρόσωπα) σκούζω, γογγύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γρύλλος] …   Dictionary of Greek

  • γρύζω — (AM γρύζω) 1. (για χοίρους) γρυλλίζω 2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω αρχ. Ι. 1. λέω «γρυ» 2. υγροποιώ, λειώνω II. (ρημ. επίθ.) γρυκτός, ή, όν φρ. «ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῑν;» άραγε θα τολμήσετε να βγάλετε «γρυ». [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυ. Παράλληλη εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • ανιύζω — ἀνιύζω (Α) [ιύζω] γρυλλίζω δυνατά …   Dictionary of Greek

  • αράζω — (I) [αράσσω] 1. προσορμίζω πλοίο 2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω αγκυροβολώ 3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση 4. φρ. «την άραξα» κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα. (II) ἀράζω κ. ἀρράζω (Α) (για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.… …   Dictionary of Greek

  • βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που …   Dictionary of Greek

  • γρούζω — [γρύζω] 1. (για ζώα) γρυλλίζω 2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω 3. (για τη θάλασσα) κάνω πάταγο …   Dictionary of Greek

  • γρυλίζω — γρυλισμός κ.λπ. βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κοΐζω — κοΐζω (Α) [κοΐ] 1. (για μικρούς χοίρους) κράζω «κοΐ» 2. (για πρόσ.) γρυλλίζω σαν χοίρος …   Dictionary of Greek

  • κούζω — (Μ) φωνάζω, ξεφωνίζω, σκούζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοΐζω «γρυλλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …   Dictionary of Greek

  • ρύζω — και ῥυζῶ, έω, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω 2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» β) «ῥυζῶν πενθῶν διὰ τὸ τοὺς πενθοῡντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”