- γρυλλισμός
γρυλλισμός, ὁ, richtiger γρῡλισμός, ὁ, das Grunzen, Arist. H. A. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρυλλισμός, ὁ, richtiger γρῡλισμός, ὁ, das Grunzen, Arist. H. A. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρυλλισμός — Egyptian dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλισμός — (II) γρυλλισμός, ο (Α) [γρύλλος] αιγυπτιακός χορός … Dictionary of Greek
γρυλλισμοί — γρυλλισμός Egyptian dance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλισμοῦ — γρυλλισμός Egyptian dance masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλισμόν — γρυλλισμός Egyptian dance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
картавый — из *кортавый (*kъrtavъ), ср. болr. крътѣние γρυλλισμός grunnitus , словен. zakrtiti строго приказать, поручать , польск. karcic порицать, наказывать , kartac – то же (откуда и укр. картати порицать ); см. Бернекер 1, 670; Брюкнер 220; Мi. ЕW 157 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γρουξιά — η [γρούζω] 1. (για ζώα) ο γρυλλισμός* 2. (για πρόσωπα) μουρμούρισμα … Dictionary of Greek
γρυλίζω — γρυλισμός κ.λπ. βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ … Dictionary of Greek
γρυσμός — γρυσμός, ο (Α) [γρύζω] ο γρυλλισμός … Dictionary of Greek
γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π … Dictionary of Greek
μότο — (I) μουσ. όρος που σημαίνει «με κίνηση» συνδυάζεται συνήθως με όρους τής ρυθμικής αγωγής και προτείνει μια περισσότερο γοργή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moto < ιταλ. moto < λατ. motus «κίνηση» < movēre… … Dictionary of Greek