- γρυμαία
γρυμαία, ἡ, 1) Beutel, Tasche, Sp. – 2) = γρύτη, VLL. Bei Themist. 28 p. 293 d von einem Haufen schlechter Menschen, συρφετὸς καὶ γρυμαία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρυμαία, ἡ, 1) Beutel, Tasche, Sp. – 2) = γρύτη, VLL. Bei Themist. 28 p. 293 d von einem Haufen schlechter Menschen, συρφετὸς καὶ γρυμαία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρυμέα — και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία) 1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων 2. στρατιωτικό σακίδιο 3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι αρχ. σωρός από… … Dictionary of Greek