κρυόεις

κρυόεις

κρυόεις, εσσα, εν, poet. = κρυερός; φόβος Il. 9, 2; ἰωκή 5, 740; πόλεμος Hes. Th. 936; sp. D., πάγος Leon. Al. 12 (VI, 221).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυόεις — κρυόεις, εσσα, εν (Α) (κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ. β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. όεις (πρβλ. ασπιδ όεις, ροδ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • κρυόεις — chilling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυόεν — κρυόεις chilling masc voc sg κρυόεις chilling neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυόεντα — κρυόεις chilling neut nom/voc/acc pl κρυόεις chilling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυόεντι — κρυόεις chilling masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυόεντος — κρυόεις chilling masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυόεσσα — κρυόεις chilling fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυόεσσαν — κρυόεις chilling fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυόενθ' — κρυόεντα , κρυόεις chilling neut nom/voc/acc pl κρυόεντα , κρυόεις chilling masc acc sg κρυόεντι , κρυόεις chilling masc/neut dat sg κρυόεντε , κρυόεις chilling masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακρυόεις — ζακρυόεις, εσσα, εν (Α) κρύος, κρυερός, παγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις* (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί *δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα* και το κρυόεις* (< κρύος*)] …   Dictionary of Greek

  • κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”