- κρυφιμαῖος
κρυφιμαῖος, = Folgdm; Maneth. 1, 159 nach Riglers Emendation. – Adv., Schol. Ar. Pax 730.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυφιμαῖος, = Folgdm; Maneth. 1, 159 nach Riglers Emendation. – Adv., Schol. Ar. Pax 730.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυφιμαίος — κρυφιμαῑος, αία, ον (AM) μυστικός, άδηλος, κρυφός. επίρρ... κρυφιμαίως (Α) μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. εμβολ ιμαίος, επιστολ ιμαίος)] … Dictionary of Greek