- κρυφό-νους
κρυφό-νους, = κρυψίνους, E. M. 20, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυφό-νους, = κρυψίνους, E. M. 20, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφόνους — ουν, και ασυναίρ. τ. σοφόνοος, οον, Α νουνεχής, συνετός, μυαλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + νους (< νοῦς), πρβλ. κρυφό νους] … Dictionary of Greek
χειρόνους — ουν, Μ αυτός που έχει τον νου του στραμμένο προς τα χειρότερα, που έχει πονηρό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείρων, ονος + νους (< νοῦς), πρβλ. κρυφό νους] … Dictionary of Greek
ξεθάβω — ξέθαψα, ξεθάφτηκα, ξεθαμμένος 1. βγάζω κάποιον από τον τάφο ή κάτι που είναι θαμμένο στο χώμα: Τη νύχτα ξέθαψαν το θησαυρό. 2. μτφ., αποκαλύπτω κάτι κρυφό, κάτι που λησμονήθηκε: Ο νους μου ξεθάφτει το θαμμένο παρελθόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)