- κρυπτήριος
κρυπτήριος, bequem zum Verbergen; ἄντρον, Orak. bei Paus. 8, 42; τὸ κρυπτήριον, Sp., der Schlupfwinkel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυπτήριος, bequem zum Verbergen; ἄντρον, Orak. bei Paus. 8, 42; τὸ κρυπτήριον, Sp., der Schlupfwinkel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυπτήριος — κρυπτήριος, ία, ον (Α) [κρυπτήρ] 1. σκοτεινός 2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον») 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρία κρύπτη, κρυψώνας 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριον α) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρού β)… … Dictionary of Greek
κρυπτηρία — κρυπτηρίᾱ , κρυπτήριος convenient for concealing fem nom/voc/acc dual κρυπτηρίᾱ , κρυπτήριος convenient for concealing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτήριον — neut nom/voc/acc sg κρυπτήριος convenient for concealing masc acc sg κρυπτήριος convenient for concealing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτήρ — κρυπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κρύπτω] κρυπτήριος*, κατάλληλος για απόκρυψη, για να κρυφτεί κάποιος ή κάτι («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.) … Dictionary of Greek
κρυπτικός — ή, ό (Α κρυπτικός ή, όν) [κρυπτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα») 3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» χρωματισμός που… … Dictionary of Greek
κρυπτηρίαν — κρυπτηρίᾱν , κρυπτήριος convenient for concealing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτηρίοις — κρυπτήριον neut dat pl κρυπτήριος convenient for concealing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτήρια — κρυπτήριον neut nom/voc/acc pl κρυπτήριος convenient for concealing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)