κρυπτός

κρυπτός

κρυπτός, adj. verb. zum Folgdn, versteckt, verborgen; Il. 14, 168; ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρϑοῠται λόγος Aesch. Ch. 762; Soph. u. Folgde, auch in Prosa nicht selten; τὰ κρυπτά, das Geheimniß, Eur. I. A. 1146.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυπτός — hidden masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτότερον — κρυπτός hidden adverbial comp κρυπτός hidden masc acc comp sg κρυπτός hidden neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτόν — κρυπτός hidden masc acc sg κρυπτός hidden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτοῖς — κρυπτός hidden masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτοῖσιν — κρυπτός hidden masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτοί — κρυπτός hidden masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτοῦ — κρυπτός hidden masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτούς — κρυπτός hidden masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτέ — κρυπτός hidden masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτῶς — κρυπτός hidden adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”