μύῤῥινος

μύῤῥινος

μύῤῥινος, von Myrthen, Sp. – Bei Theophr. auch = μύρτος;τὸ μύῤῥινον = μύρτον 2), ψωλὸν γενέσϑαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυῤῥίνου, Ar. Equ. 959.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύρρινος — μύρρινος, ίνη, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. μύρσινος …   Dictionary of Greek

  • μύρρινος — μύρσινος of myrtle masc/fem nom sg (attic) μύρσινος of myrtle masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρσινος — Παραθαλάσσια πόλη της αρχαίας Ήλιδας, που αναφέρεται από τον Όμηρο. Την εποχή του Στράβωνα, η πόλη ονομαζόταν Μυρούνιον και βρισκόταν στο δρόμο που πήγαινε από τη Δύμη στην ‘Ηλιδα. * * * μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, ίνη, ον (Α) 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Μυρρινούς — Δήμος της αρχαίας Αττικής. Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι ο οικισμός καταστράφηκε από σεισμούς. Τοποθετείται τρία χλμ. νοτιανατολικά από το σημερινό Μαρκόπουλο της Αττικής. * * * Μυρρινοῡς, ὁ (Α) [μύρρινος] ονομασία δήμου τής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • Μυρρινούττα — Μυρρινοῡττα, ἡ (Α) [μύρρινος] η κάτοικος τού αρχαίου δήμου Μυρρινούντος τής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • μυρρινώ — μυρρινῶ, άω (Α) [μύρρινος] επιθυμώ τα κλαδιά μυρσίνης με τα οποία στεφανώνονταν οι άρχοντες, δηλαδή επιθυμώ την εξουσία …   Dictionary of Greek

  • μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • μυρσινίτης — ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης) 1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη 2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης 3. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μυρρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μυρσινώνας — ο (Α μυρσινών και αττ. τ. μυρρινών) τόπος κατάφυτος από μυρσίνες, άλσος από μυρτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ων (πρβλ. αμπελ ών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”