μύλη

μύλη

μύλη, , 1) die Mühle; bei Hom. Handmühlen, welche von den Mägden gedreht wurden, ἥ ῥα μύλην στήσασα, Od. 20, 111, vgl. 106; ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπον, 7, 104; Soph. frg. 703 u. A. Auch der untere Mühlstein (wie der obere ὄνος heißt), Ar. Vesp. 648, wo Einige ohne Grund »in der Mühle zum Opfergebrauch geschrotete Gerste«, = οὐλαί, erklären. – 2) im plur. = μύλακροι, die Backenzähne, Suid., Phryn., vgl. Poll. 2, 92. – 3) bei Arist. H. A. 1, 15 τὸ πλανησίεδρον, die Kniescheibe. – 4) bei den Aerzten ein Mondkalb, ein verunstalteter Embryo, mola, Arist. H. A. 10, 7; vgl. Plut. conj. praec. p. 429.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύλη — mill fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλῃ — μύλη mill fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • μύλαι — μύλη mill fem nom/voc pl μύλᾱͅ , μύλη mill fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλῶν — μύλη mill fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλαις — μύλη mill fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλην — μύλη mill fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλης — μύλη mill fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλῃς — μύλη mill fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλούμαι — μυλοῡμαι, όομαι (Α) (για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. τού μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα τού μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ.… …   Dictionary of Greek

  • МЕЛЬНИЦА —    • Mola,          древнелатинское molina, μύλη, в широком значении всякое приспособление для помола. M. manualis или trusatilis (χειρομύλη) ручная мельница, состоявшая из верхней и нижней части. Верхний камень, όνος или ò α̉λέτης, catillus,… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”