- μύλακροι
μύλακροι, οἱ, die Backenzähne, dentes molares, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύλακροι, οἱ, die Backenzähne, dentes molares, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύλακρος — μύλακρος, ὁ (Α) 1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα 2. (κατά τον Ησύχ.) «μύλακροι γομφίοι ὀδόντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλαξ, ακος + επίθημα ρος (πρβλ. μικ ρός)] … Dictionary of Greek