- προ-εθίζω
προ-εθίζω (s. ἐϑίζω), vorher gewöhnen; Xen. Cyr. 6, 2, 29; Sp., wie Schol. Il. 1, 1; προεϑιστέον, Plut. Cat. mai. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εθίζω (s. ἐϑίζω), vorher gewöhnen; Xen. Cyr. 6, 2, 29; Sp., wie Schol. Il. 1, 1; προεϑιστέον, Plut. Cat. mai. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεθίζω — Α 1. εξασκώ κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων, προεγγυμνάζω* («πρὸς πάσας δυνάμεις καὶ τέχνας ἔστιν ἃ δεῑ προπαιδεύεσθαι καὶ προεθίζεσθαι πρὸς τὰς ἑκάστων ἐργασίας», Αριστοτ.) 2. εθίζω κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων 3. (αμτβ. με δοτ.) συνηθίζω 4.… … Dictionary of Greek
προσυνεθίζω — Α εθίζω κάποιον σε κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνεθίζω «εθίζω, συνηθίζω»] … Dictionary of Greek