- βύνη
βύνη, ἡ, Gerstenmalz, Sp.; Euphor. fr. 91 nannte so nach E. M. 565, 45 das Meer; s. N. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βύνη, ἡ, Gerstenmalz, Sp.; Euphor. fr. 91 nannte so nach E. M. 565, 45 das Meer; s. N. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βύνη — the sea goddess Ino fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνη — malt for brewing fem nom/voc sg (attic epic ionic) βύνις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) βύ̱νη , βυνέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βύ̱νη , βυνέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύνῃ — Βύνη the sea goddess Ino fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνῃ — βύνη malt for brewing fem dat sg (attic epic ionic) βύνηι , βύνις fem dat sg (epic) βυνέω pres subj mp 2nd sg βυνέω pres ind mp 2nd sg βυνέω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνη — η (Α βύνη) φρυγμένο κριθάρι που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] … Dictionary of Greek
βύνη — η ψημένο κριθάρι που χρησιμοποιείται στην κατασκευή μπίρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βύνην — Βύνη the sea goddess Ino fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνην — βύνη malt for brewing fem acc sg (attic epic ionic) βυνέω pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύνης — Βύνη the sea goddess Ino fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνης — βύνη malt for brewing fem gen sg (attic epic ionic) βύνις fem nom/voc pl (doric aeolic) βύ̱νης , βυνέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν … Dictionary of Greek