μύκλος

μύκλος

μύκλος, , nach Hesych. (u. E. M. 594, 18; Callim. fr. 180) ein schwarzer Streif oder eine Falte am Halse od. an den Füßen des Esels. Er erkl. es auch durch λάγνος, ὀχευτής, also wahrscheinlich äol. = μύχλος, μάχλος. Bei den Phokäern hieß der zum Bespringen gebrauchte Zuchtesel μύχλος, u. Lycophr. braucht es nicht bloß vom Esel, den er ἐργάτην μύκλον κάνϑωνα nennt, 816, sondern auch von wollüstigen Menschen, wie von den Freiern der Penelope, 771, wo es der Schol. von einem Manne, der Μύκλος geheißen, ableitet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύκλα — μύκλα, ἡ και μύκλος και μύχλος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μύκλαι αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι, τοῑς τραχήλοις καὶ τοῑς ποσὶν ἐγγιγνόμεναι» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μύκλον, τὴν ἐν τῷ τραχήλῳ τῶν ὄνων ὑποδίπλωσιν» 3. (κατά το λεξ.… …   Dictionary of Greek

  • εννεάμυκλος — ἐννεάμυκλος, ον (Α) [μύκλος] 1. (για γαϊδούρι) αυτός που έχει εννέα μύκλους, δηλ. ραβδώσεις, επομ. ο ηλικίας εννέα ετών («ἐννεάμυκλος ὄνος», Καλλίμ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ισχυρός» …   Dictionary of Greek

  • μέγκλος — και μέγκλας, ο θαυμάσιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ιταλ. επίθ. meglio. Κατ άλλη άποψη < αρχ. μύκλος «λάγνος, ακόλαστος»] …   Dictionary of Greek

  • μυχλός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”