- προ-κλέπτω
προ-κλέπτω, vorher heimlich wegnehmen, Schol. Soph. Ant. 491.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κλέπτω, vorher heimlich wegnehmen, Schol. Soph. Ant. 491.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκλέπτεται — πρό κλέπτω clepere pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek