νύχμα

νύχμα

νύχμα, τό, = νύγμα (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νύχμα — νύχμα, τὸ (Α) βλ. νύγμα …   Dictionary of Greek

  • νύχμα — prick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύχματι — νύχμα prick neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύγμα — το (Α νύγμα και νύχμα) 1. κέντημα, τσίμπημα, αμυχή, τρύπημα 2. η μικρή πληγή που προκαλείται από το τσίμπημα αρχ. 1. προσβολή τών νεύρων 2. στον πληθ. τὰ νύγματα ερεθισμοί τών αισθητήριων οργάνων ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή μεταβολών.… …   Dictionary of Greek

  • νυκχάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικού ενεστ. σε άζω τού ρ. νύσσω με δασύ σύμφωνο (πρβλ. ὀχέομαι / ὀχέω και ὀκχέω / ὄκχος), πρβλ. και νύγμα / νύχμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”