βύσμα

βύσμα

βύσμα, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βύσμα — plug neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσμα — το (AM βύσμα) [βύω] νεοελλ. 1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα 2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι …   Dictionary of Greek

  • βύσμα — το 1. εξάρτημα καλωδίου που βρίσκεται στην άκρη του για να μπορεί να εισάγεται σε κατάλληλες υποδοχές των ηλεκτρικών συσκευών και να τις τροφοδοτεί με ρεύμα. 2. (ιατρ.),το πώμα, το στούπωμα, το βούλωμα για διάφορες κοιλότητες του σώματος που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βύσματα — βύσμα plug neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσμαθ' — βύσματα , βύσμα plug neut nom/voc/acc pl βύσματι , βύσμα plug neut dat sg βύσματε , βύσμα plug neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβύστρα — η (Α ἐπιβύστρα) βύσμα, βούλωμα νεοελλ. η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. τής λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»] …   Dictionary of Greek

  • ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… …   Dictionary of Greek

  • Лакколит — Медведь гора пример лакколита …   Википедия

  • Бисмалит — (от др. греч. βύσμα  пробка и λίθος  камень)  магматическое интрузивное тело, похожее на лакколит. Представляет со­бой позднюю стадию формирования лакколита, осложненную цилиндрическим горстообразным поднятием. Его происхождение… …   Википедия

  • έμβυσμα — το βύσμα, βούλλωμα …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”