μύσκος

μύσκος

μύσκος, = μυΐσκος, Arcad. 50, 15, l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσκος — (I) μύσκος, ὁ (Α) (υποκορ. τού μῡς) μυΐσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυίσκος* < μῦς «ποντικός»]. (II) μύσκος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μύσκος μίασμα, κῆδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «ακαθαρσία, μίασμα» με εκφραστικό επίθημα κος] …   Dictionary of Greek

  • μύσκων — μύσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мзга — гниль, плесень, сырая погода , мзгляк, мозгляк болезненный, слабый человек , мзглой, мозглый дряблый, загнивший изнутри, прелый . Из *мъзга, судя по мозглый, мозгнуть. Ср. греч. μύσος (из *μύδσος) позор, бесчестие, осквернение , μύδος сырость,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αμυσχρός — ἀμυσχρός, ά, ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, ή, όν) αμόλυντος, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το… …   Dictionary of Greek

  • πηρόμυσκος — ο, Ν ζωολ. γένος μικρόσωμων μυόμορφων τρωκτικών τού Νέου Κόσμου με 60 περίπου είδη που ζουν από την Αλάσκα ώς τη Νότια Αμερική και αναπαράγονται συνεχώς, γι αυτό και χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peromyscus …   Dictionary of Greek

  • meug-2, meuk- —     meug 2, meuk     English meaning: to slide, slip     Deutsche Übersetzung: A. ‘schlũpfen, schlũpfrig”, out of it ‘schleimig, Schleim”; andererseits B. “darũber streichen, gleiten, entgleiten”     Note: also with anlaut. s     Material: A.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”