- ξύστης
ξύστης, ὁ, = ξυστήρ, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξύστης, ὁ, = ξυστήρ, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξύστης — ο (Α ξύστης) [ξύω] ξύστρα, ξυστήρι … Dictionary of Greek
ξύστης — συνίστημι BJ Prooem. aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροξύστης — κοπροξύστης, ὁ (ΑM) αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές τού στάβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο ξύστης, ουρανο ξύστης] … Dictionary of Greek
κωποξύστης — κωποξύστης, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο ξύστης, ουρανο ξύστης] … Dictionary of Greek
λιθοξύστης — λιθοξύστης, ὁ (Α) λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξύστης (< ξύω), πρβλ. κωπο ξύστης, περι ξύστης] … Dictionary of Greek
μολυβδοξύστης — ο εργαλείο για ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα μολυβιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + ξύστης (< ξύω), πρβλ. ουρανο ξύστης] … Dictionary of Greek
πολυποξύστης — ο, Α χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση πολύποδα τού βλεννογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδος) + ξύστης (< ξύω), πρβλ. περι ξύστης] … Dictionary of Greek
ξυστάλλιον — ξυστάλλιον, τὸ (Α) μικρό, λεπτό ξύστρο, μικρή ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εκφραστικό υποκορ. τού ξύστης] … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
τυροξύστης — ο, Ν τυροτρίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + ξύστης < ξύω)] … Dictionary of Greek