βύσταξ

βύσταξ

βύσταξ, ακος, ὁ, = μύσταξ, Schnauzbart, Antiphan. bei Ath. IV, 143 a, im plur.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βύσταξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύστακας — βύσταξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταξ — ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, ακος) 1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών 2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως τής γάτας, τής τίγρης, ή ψαριών, όπως τής τρίγλης, τού μπαρμπουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”