μύρμᾱξ

μύρμᾱξ

μύρμᾱξ, ᾱκος, ὁ, dor. = μύρμηξ, Theocr. 9, 31. 15, 45. 17, 107.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύρμαξ — μύρμαξ, ὁ (Α) (δωρ. τ. τού μύρμηξ) βλ. μυρμήγκι …   Dictionary of Greek

  • μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… …   Dictionary of Greek

  • μύρμηξ — μύρμηξ, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μύρμαξ) βλ. μυρμήγκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”