- μύρμος
μύρμος, ὁ, = μύρμηξ, Ameise, Lycophr. 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρμος, ὁ, = μύρμηξ, Ameise, Lycophr. 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρμος — μύρμος, ὁ (Α) 1. μυρμήγκι 2. ύφαλος 3. (κατά τον Ησύχ.) «φόβος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
μύρμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρμοι — μύρμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρμων — μύρμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμοτέττιξ — μυρμοτέττιξ, ὁ (Μ) φανταστικό ζώο με δύο φύσεις, τού μυρμηγκιού και τού τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμος «μυρμήγκι» + τέττιξ] … Dictionary of Greek
mormo(ro)- — mormo(ro) English meaning: fear, terror Deutsche Übersetzung: “Grausen, grausig, especially von Gespensterfurcht”? Material: Gk. μορμώ, μορμών f. “bugbear, spectre, bogeyman”, μόρμορος “fear”, μορμο λυκεῖον ‘schreckbild”, μορμο… … Proto-Indo-European etymological dictionary
moru̯ī̆- — moru̯ī̆ English meaning: ant Deutsche Übersetzung: “Ameise” Note: distorted taboo u̯ormo , mormo , mouro (Gmc. also meuro ) Material: Auf moruī̯ ̆ are zurũckfũhrbar: Av. maoirī (secondary m. maurvay ), sogd. “m”wrč f., Pers … Proto-Indo-European etymological dictionary