- ξύριον
ξύριον, τό, dim. von ξυρόν, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξύριον, τό, dim. von ξυρόν, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξύριον — ξύριον, τὸ (ΑΜ) [ξυρόν] μικρό, λεπτό ξυράφι … Dictionary of Greek
ξύριον — neut nom/voc/acc sg ξυράω shave imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ξυράω shave imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ξυρέω shave imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ξυρέω shave imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξύριον — Σύριον , Σύριος of masc acc sg Σύριον , Σύριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίου — ξύριον neut gen sg ξυρίας shaveling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίῳ — ξύριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)