- μύρισμα
μύρισμα, τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρισμα, τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρισμα — ointment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρισμα — το (ΑΜ μύρισμα) [μυρίζω] (νεοελλ. μσν.) 1. η ενέργεια τού μυρίζω, το να μυρίζει κανείς 2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά 3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο μσν. 1. ευωδιαστό άνθος 2. άσχημη μυρωδιά 3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα τα μυρωδικά (μσν. αρχ.) αρωματική … Dictionary of Greek
μύρισμα — το 1. όσφρηση: Κατάλαβα τι μαγείρεψες με το μύρισμα. 2. μυρουδιά, άρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυρίσμασι — μύρισμα ointment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίσμασιν — μύρισμα ointment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίσματα — μύρισμα ointment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίσματι — μύρισμα ointment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίσματος — μύρισμα ointment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσφρανση — η (Α ὄσφρανσις) το μύρισμα, η όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφραν τού ὀσφραίνομαι* + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
mireasmă — MIREÁSMĂ, miresme, s.f. 1. Miros plăcut şi puternic, răspândit mai ales de plante şi flori; parfum, aromă. 2. (La pl.) Uleiuri sau substanţe aromatice plăcut mirositoare, cu care se unge corpul, se parfumează în casă etc.; balsam. – Din sl.… … Dicționar Român