βύρσα — βύρσᾱ , βύρσα skin stripped off fem nom/voc/acc dual βύρσα skin stripped off fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… … Dictionary of Greek
βύρσας — βύρσᾱς , βύρσα skin stripped off fem acc pl βύρσᾱς , βύρσα skin stripped off fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύρσαι — βύρσα skin stripped off fem nom/voc pl βύρσᾱͅ , βύρσα skin stripped off fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσέων — βύρσα skin stripped off fem gen pl (epic ionic) βυρσεύς masc gen pl βυρσέω̆ν , βυρσεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσῶν — βύρσα skin stripped off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύρσαις — βύρσα skin stripped off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύρσαν — βύρσα skin stripped off fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύρσης — βύρσα skin stripped off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύρσῃ — βύρσα skin stripped off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύρσῃσι — βύρσα skin stripped off fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)