μόλυβος

μόλυβος

μόλυβος, , s. μόλιβος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολυβός — μολυβός, ή, όν (Μ) (για ύφασμα) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, σκούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβούς, κατά το σχήμα απλούς: απλός] …   Dictionary of Greek

  • μόλυβος — μόλυβος, ὁ (Α) βλ. μόλυβδος …   Dictionary of Greek

  • μόλυβος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εφταλιώτης, Αργύρης — (Μόλυβος, Λέσβος 1849 – Αντίμπ, Γαλλία 1923).Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και συγγραφέα Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Σε ηλικία 17 ετών διαδέχτηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση του λυκείου στη γενέτειρά του. Σύντομα όμως ξενιτεύτηκε για να ασχοληθεί με το …   Dictionary of Greek

  • μολύβου — μόλυβος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλυβον — μόλυβος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήθυμνα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.497 κάτ.) της Λέσβου. Η M., που ονομάζεται και Μόλυβος, βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Διοικητικά αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στη Μ. έχουν χαρακτηριστεί… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • Mithymna — Δημοτική Ενότητα Μήθυμνας (Μήθυμνα) …   Deutsch Wikipedia

  • Méthymne — 39° 22′ 05″ N 26° 10′ 26″ E / 39.3681, 26.1739 …   Wikipédia en Français

  • μολυβάς — μολυβᾱς, ᾱτος, ὁ (Α) αυτός που ασχολείται με την κατεργασία τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + επίθημα άς, άτος, δηλωτικό επαγγέλματος (πρβλ, κασσιτερ άς, χαλκωμ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”