- μόλυνσις
μόλυνσις, ἡ, Besudelung, Befleckung, Sp., wie Schol. Il. 11, 749. – S. μώλυσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόλυνσις, ἡ, Besudelung, Befleckung, Sp., wie Schol. Il. 11, 749. – S. μώλυσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόλυνσις — defilement fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύνσει — μόλυνσις defilement fem nom/voc/acc dual (attic epic) μολύνσεϊ , μόλυνσις defilement fem dat sg (epic) μόλυνσις defilement fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύνσεις — μόλυνσις defilement fem nom/voc pl (attic epic) μόλυνσις defilement fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόλυνσιν — μόλυνσις defilement fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόλυνση — η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) [μολύνω] ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια τού σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες τού… … Dictionary of Greek
μώλυσις — και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [μωλύ(ν)ω] 1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο 2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση 3. ταχεία αύξηση σιτηρών … Dictionary of Greek
μολύνσεως — μολύνσεω̆ς , μόλυνσις defilement fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)