- μόδον
μόδον, τό, nach Hesych. = στρῶμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόδον, τό, nach Hesych. = στρῶμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόδον — μόδος Acut. (Sp.) masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόδος — ο (Μ μόδος) 1. τρόπος («εις κάποιο μόδο γεις τ αλλού ήπαιζε με τ αμμάτι», Ερωτόκρ.) 2. μέθοδος 3. δυνατότητα 4. μέσο 5. φρ. α) «είμαι τού μόδου μου» είμαι ελεύθερος β) «κάνω μόδο» i) βρίσκω τρόπο ii) πετυχαίνω νεοελλ. επάρκεια πόρων ζωής,… … Dictionary of Greek